Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουνάκιας οι μουνάκηδες
      γενική του μουνάκια των μουνάκηδων
    αιτιατική τον μουνάκια τους μουνάκηδες
     κλητική μουνάκια μουνάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνάκιας < μουνί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουνάκιας αρσενικό

  • (χυδαίο) ο γυναικάς, αυτός που του αρέσει να φλερτάρει με όποια γυναίκα βρεθεί μπροστά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία