Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουκατάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μουκατ
άς
οι
μουκατ
άδες
γενική
του
μουκατ
ά
των
μουκατ
άδων
αιτιατική
τον
μουκατ
ά
τους
μουκατ
άδες
κλητική
μουκατ
ά
μουκατ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουκατάς
<
τουρκική
mukataa
<
αραβική
مقاطعة
(
muqāṭaʿa
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουκατάς
αρσενικό
(
ιστορία
,
Τουρκοκρατία
,
οικονομία
,
παρωχημένο
) η
εκμίσθωση
των
φορολογικών
εσόδων
μιας
περιοχής
για
ένα
χρόνο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μαλικανές
/
μαλικιανές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουκατάς
αγγλικά
:
mukataa
(en)
τουρκικά
:
mukataa
(tr)