μορφοείδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορφοείδος ουδέτερο
- (βιολογία): είδος έμβιου οργανισμού που αναγνωρίζεται μόνο από τη μορφολογία του
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορφοείδος
|
μορφοείδος ουδέτερο
|