Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μορφοείδος τα μορφοείδη
      γενική του μορφοείδους των μορφοειδών
    αιτιατική το μορφοείδος τα μορφοείδη
     κλητική μορφοείδος μορφοείδη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορφοείδος < μορφή + είδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορφοείδος ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία