Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονώνυμο τα μονώνυμα
      γενική του μονωνύμου
μονώνυμου
των μονωνύμων
    αιτιατική το μονώνυμο τα μονώνυμα
     κλητική μονώνυμο μονώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονώνυμο < μόνος + -ώνυμο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monomial)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονώνυμο ουδέτερο

  • (μαθηματικά) το γινόμενο μιας σταθεράς με μια μεταβλητή υψωμένη σε οποιαδήποτε φυσική δύναμη
    το άθροισμα μονωνύμων της ίδιας μεταβλητής αλλά διαφορετικού βαθμού είναι πολυώνυμο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία