Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόλοβος η μονόλοβη το μονόλοβο
      γενική του μονόλοβου της μονόλοβης του μονόλοβου
    αιτιατική τον μονόλοβο τη μονόλοβη το μονόλοβο
     κλητική μονόλοβε μονόλοβη μονόλοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόλοβοι οι μονόλοβες τα μονόλοβα
      γενική των μονόλοβων των μονόλοβων των μονόλοβων
    αιτιατική τους μονόλοβους τις μονόλοβες τα μονόλοβα
     κλητική μονόλοβοι μονόλοβες μονόλοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόλοβος < μονο- + λοβός

  Επίθετο επεξεργασία

μονόλοβος, -η, -ο

  1. που έχει έναν λοβό
  2. (αρχιτεκτονική) που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με ένα μικρό τόξο
  3. (ουσιαστικοποιημένο) (αρχιτεκτονική) μονόλοβο: άνοιγμα ή παράθυρο που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με ένα μικρό τόξο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία