↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μονοζῠγ-
ονομαστική μονόζυξ οἱ μονόζυγες
      γενική τοῦ μονόζυγος τῶν μονοζύγων
      δοτική τῷ μονόζυγ τοῖς μονόζυξ(ν)
    αιτιατική τὸν μονόζυγ τοὺς μονόζυγᾰς
     κλητική ! μονόζυξ μονόζυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονόζυγε
γεν-δοτ τοῖν  μονοζύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονόζυξ < μονό- + ζυγ(ός) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονόζυξ αρσενικό

  1. που βρίσκεται μόνος στο ζυγό
  2. (για γυναίκα) χωρίς να έχει σύζυγο
    ※  6ος/5ος αιώνας πκε Αισχύλος, Πέρσαι (A. Pers. 139)
    τὸν αἰχμήεντα θοῦρον εὐνα-
    τῆρ᾽ ἀποπεμψαμένα
    λείπεται μονόζυξ.
    το γενναίο πολεμόχαρον άντρα της
    κατευόδωσε – τώρ᾽ απομένει
    στην ερμιά της μονόταιρη, η θλιμμένη.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Γρυπάρης greek-language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μόνος και ζυγός