μονοπέταλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονοπέταλος, -η, -ο
- (βοτανική) (για φυτό / άνθος) που τα πέταλά του συμφύονται είτε στη βάση τους είτε σε όλο σχεδόν το μήκος τους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοπέταλος