Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναχοφαγία οι μοναχοφαγίες
      γενική της μοναχοφαγίας των μοναχοφαγιών
    αιτιατική τη μοναχοφαγία τις μοναχοφαγίες
     κλητική μοναχοφαγία μοναχοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοναχοφαγία < μοναχ(ός) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοναχοφαγία θηλυκό

  • η κατάσταση στην οποία κάποιος τρώει μόνος του
    ※  επιθυμώντας να διατηρήσει στον εαυτό του το «απροσωπόληπτον και ασκανδάλιστον» προτιμούσε την μοναχοφαγία και απέφευγε τις προσκλήσεις σε γεύματα ακόμη και του αυτοκράτορα (Αργυρή Μπούκα, Πολυτέλεια και ολιγάρκεια κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο, Θεσσαλονίκη 2010 [1])
  • ※  μεταφορικά, η πρακτική του μονοφαγά, κάποιου που δεν μοιράζεται τα αγαθά του
    ※  Διότι δείχνει ότι οι λεβέντες που διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας διακατέχονται από «μοναχοφαγία», η οποία είναι ύψιστη αμαρτία - την έχει καταδικάσει και ο Κύριος, ως γνωστόν. «Ο έχων δύο χιτώνας δίδει τον έναν» είχε πει... (Τα Νέα, 8 Οκτωβρίου 2014 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία