μοναδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοναδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monadism < αρχαία ελληνική μονάς < μόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοναδισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό σύστημα που θεωρεί ότι το σύμπαν αποτελείται από μονάδες με ασαφή αντίληψη της μίας για την άλλη