μονάδα εισόδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
- (πληροφορική) η συσκευή ή η μονάδα παροχής δεδομένων, όπως είναι για έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή το πληκτρολόγιο, το ποντίκι, ο εξωτερικός σκληρός δίσκος, κλπ
- ο σκληρός δίσκος και η οθόνη αφής είναι μονάδες εισόδου και εξόδου
- στο εσωτερικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο εσωτερικός σκληρός δίσκος αποτελεί μονάδα εισόδου και εξόδου δεδομένων για την κεντρική μονάδα επεξεργασίας και την κεντρική μνήμη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονάδα εισόδου