Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισότριβος η μισότριβη το μισότριβο
      γενική του μισότριβου της μισότριβης του μισότριβου
    αιτιατική τον μισότριβο τη μισότριβη το μισότριβο
     κλητική μισότριβε μισότριβη μισότριβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισότριβοι οι μισότριβες τα μισότριβα
      γενική των μισότριβων των μισότριβων των μισότριβων
    αιτιατική τους μισότριβους τις μισότριβες τα μισότριβα
     κλητική μισότριβοι μισότριβες μισότριβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισότριβος < μισό- (<μισός) + τρίβω

  Επίθετο επεξεργασία

μισότριβος

  Μεταφράσεις επεξεργασία