Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισθολογικά < μισθολογικ(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.sθo.lo.ʝiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σθο‐λο‐γι‐κά

  Επίρρημα επεξεργασία

μισθολογικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μισθολογικά