μιμάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μιμάδα | οι | μιμάδες |
γενική | της | μιμάδας | των | μιμάδων |
αιτιατική | τη | μιμάδα | τις | μιμάδες |
κλητική | μιμάδα | μιμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιμάδα (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μιμ(άς) + κατάληξη της δημοτικής -άδα από την αιτιατική τήν μιμάδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιμάδα θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) αναφορά στον ελληνιστικό όρο μιμάς (μίμος, χορεύτρια)
- ※ Ένας άλλος σύγχρονος λυρικός , ο Αρισταίνετος , μιμητής του Λουκιανού και του Αλκίφρονα , γράφει για κάποια πραγματική ή φανταστική μιμάδα Παναρέτη : (Αλέξης Σολωμός, Ο Άγιος Βάκχος, ή, Άγνωστα χρόνια του Ελληνικού θεάτρου: 300 π. Χ.-1600 μ. Χ., Δωδώνη, 1987)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιμάδα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μιμάδα θηλυκό
- αιτιατική ενικού του μιμάς
- ※ κλαυδιανοῦ εἰς μιμάδα γηράσασαν καὶ καλλωπιζομένην' (Ελληνική Ανθολογία, IX Επιδεικτικά, αρ. 139, books.google)