Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρός τελικός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικρός τελικός αρσενικό

  1. (αθλητισμός) ο τελικός αγώνας που θα καθορίσει την τρίτη και τέταρτη θέση
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός αγώνα, πριν τους τελικούς, μεταξύ των δύο πιθανότερων διεκδικητών του έπαθλου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία