μικρός τελικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρός τελικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρός τελικός αρσενικό
- (αθλητισμός) ο τελικός αγώνας που θα καθορίσει την τρίτη και τέταρτη θέση
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός αγώνα, πριν τους τελικούς, μεταξύ των δύο πιθανότερων διεκδικητών του έπαθλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρός τελικός
|