μικρόβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρόβιος < μεσαιωνική ελληνική μικρόβιος[1] < αρχαία ελληνική μικρός + βίος, μορφολογικά αναλύεται μικρό- + -βιος
Επίθετο επεξεργασία
μικρόβιος, -α, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρόβιος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μικρόβιος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)