μικροφυέστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροφυέστερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικροφυέστερος
Επίθετο
επεξεργασίαμικροφυέστερος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) συγκριτικός βαθμός του μικροφυής
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «μικροφυής (-έστερος) » - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμικροφυέστερος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) συγκριτικός βαθμός του μικροφυής
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μικροφυής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.