↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροφιλοτιμία οι μικροφιλοτιμίες
      γενική της μικροφιλοτιμίας των μικροφιλοτιμιών
    αιτιατική τη μικροφιλοτιμία τις μικροφιλοτιμίες
     κλητική μικροφιλοτιμία μικροφιλοτιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροφιλοτιμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικροφιλοτιμία < μικροφιλότιμος. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + φιλοτιμία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.kɾo.fi.lo.tiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐φι‐λο‐τι‐μί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροφιλοτιμία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • s.v. μικροφιλότιμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μῑκροφῐλοτῑμῐᾱ-
ονομαστική μικροφιλοτιμί αἱ μικροφιλοτιμίαι
      γενική τῆς μικροφιλοτιμίᾱς τῶν μικροφιλοτιμιῶν
      δοτική τῇ μικροφιλοτιμί ταῖς μικροφιλοτιμίαις
    αιτιατική τὴν μικροφιλοτιμίᾱν τὰς μικροφιλοτιμίᾱς
     κλητική ! μικροφιλοτιμί μικροφιλοτιμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μικροφιλοτιμί
γεν-δοτ τοῖν  μικροφιλοτιμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροφιλοτιμία < μικροφιλότιμ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + φιλοτιμία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροφιλοτιμία θηλυκό