μικροτεχνίτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροτεχνίτρα | οι | μικροτεχνίτρες |
γενική | της | μικροτεχνίτρας | — | |
αιτιατική | τη | μικροτεχνίτρα | τις | μικροτεχνίτρες |
κλητική | μικροτεχνίτρα | μικροτεχνίτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροτεχνίτρα < μικροτεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροτεχνίτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μικροτεχνίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροτεχνίτρα
|