Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροθεμελίωση οι μικροθεμελιώσεις
      γενική της μικροθεμελίωσης των μικροθεμελιώσεων
    αιτιατική τη μικροθεμελίωση τις μικροθεμελιώσεις
     κλητική μικροθεμελίωση μικροθεμελιώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροθεμελίωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροθεμελίωση θηλυκό

  • μακροοικονομική ανάλυση στηριζόμενη στη μικροοικονομική ανάλυση της συμπεριφοράς μεμονωμένων πρακτόρων, όπως τα νοικοκυριά ή οι εταιρείες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία