μικροεγκληματίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροεγκληματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροεγκληματίας αρσενικό
- μικροαπατεώνας, εμπλεκόμενος σε μικρής σημασίας αδίκημα (π.χ. μικροκλοπή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροεγκληματίας
|