μικροβιόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροβιόμετρο | τα | μικροβιόμετρα |
γενική | του | μικροβιόμετρου & μικροβιομέτρου |
των | μικροβιόμετρων & μικροβιομέτρων |
αιτιατική | το | μικροβιόμετρο | τα | μικροβιόμετρα |
κλητική | μικροβιόμετρο | μικροβιόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροβιόμετρο ουδέτερο
- μικροσκόπιο μέτρησης των διαστάσεων των μικροβίων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροβιόμετρο
|