μια φορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmɲa foˈɾa/
Έκφραση
επεξεργασία
μια φορά → δείτε τις λέξεις μια και φορά
- άπαξ, μόνο σε μία και μοναδική περίπτωση
- ⮡ Μια φορά γεννιέται κανείς!
- για αποστασιοποίηση από μια ενέργεια, για να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του, αντί του επιρρήματος πάντως, αλλά με λίγο εντονότερη αντίθεση από εκείνο
- ⮡ Εγώ, μια φορά, στο είπα να μην πας!
- Εγώ πάντως, στο είπα να μην πας!
- ⮡ Εγώ, μια φορά, στο είπα να μην πας!
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μια φορά
|