μηχανοσυνθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηχανοσυνθέτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εξειδικευμένος τεχνίτης που ελέγχει μια μηχανή (αεροσκάφους) για την άρτια λειτουργία της και προβαίνει ή υποδεικνύει (σ)τις ενδεδειγμένες περαιτέρω ενέργειες
- ※ Ο «τεχνίτης μηχανοσυνθέτης αεροσκαφών» ελέγχει τα όργανα και τα εξαρτήματα της μηχανής, εντοπίζει πιθανές δυσλειτουργίες και υποδεικνύει τη διαδικασία αποκατάστασής τους. Μετά το πέρας των εργασιών αυτών, αναλαμβάνει τον επανέλεγχο του αεροσκάφους και επιτρέπει ή όχι την πτήση του. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανοσυνθέτης
|