Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανοσυνθέτης οι μηχανοσυνθέτες
      γενική του μηχανοσυνθέτη των μηχανοσυνθετών
    αιτιατική τον μηχανοσυνθέτη τους μηχανοσυνθέτες
     κλητική μηχανοσυνθέτη μηχανοσυνθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανοσυνθέτης < μηχανή + -ο- + συνθέτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανοσυνθέτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία