• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μηρί

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηρί τα μηριά
      γενική του μηριού των μηριών
    αιτιατική το μηρί τα μηριά
     κλητική μηρί μηριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μηρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μηρί < μηρίον < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μηρία (ουδέτερο) < μηρός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηρί ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό: ανθρώπινο σώμα) άλλη μορφή του μηρός

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • μερί

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μηρί
  • → δείτε τη λέξη μηρός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μηρί&oldid=5143041"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Ιουλίου 2021, στις 15:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Ιουλίου 2021, στις 15:15.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας