μηνάρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηνάρας < μινάρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηνάρας αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία(Χρειάζεται διασταύρωση εκ νέου)
- Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7.