μηδενική ανοχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηδενική ανοχή < μηδενική + ανοχή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική zero tolerance)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μηδενική ανοχή
- η αυστηρή και χωρίς παρεκκλίσεις ή εκπτώσεις εφαρμογή των νόμων και η επιβολή αυστηρών ποινών, ακόμα και για μικροπαραβάσεις του νόμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηδενική ανοχή