μεϊντάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεϊντάνι | τα | μεϊντάνια |
γενική | του | μεϊντανιού | των | μεϊντανιών |
αιτιατική | το | μεϊντάνι | τα | μεϊντάνια |
κλητική | μεϊντάνι | μεϊντάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεϊντάνι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική میدان (meydan)[1] (τουρκική meydan)[2] < περσική میدان (meydân, πλατεία, πεδίο) < αραβική ميدان (maydān, τετράγωνο, πεδίο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mei̯ˈda.ni/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μεϊ‐ντά‐νι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεϊντάνι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) υπαίθρια ανοιχτή έκταση σε κατοικημένη περιοχή ή κοντά σε αυτή
- (λαϊκότροπο, μεταφορικά) σε κοινή θέα, εκεί που όλοι μπορούν να τον δουν
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ meydan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- ↑ μεϊντάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας