Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετατρόχιο τα μετατρόχια
      γενική του μετατρόχιου των μετατρόχιων
    αιτιατική το μετατρόχιο τα μετατρόχια
     κλητική μετατρόχιο μετατρόχια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατρόχιο < μετα- + τροχός + -ιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετατρόχιο ουδέτερο

  • η απόσταση μεταξύ των δύο μπροστινών (ή των δύο πίσω) τροχών στο αυτοκίνητο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία