Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταρσιωτικός η μεταρσιωτική το μεταρσιωτικό
      γενική του μεταρσιωτικού της μεταρσιωτικής του μεταρσιωτικού
    αιτιατική τον μεταρσιωτικό τη μεταρσιωτική το μεταρσιωτικό
     κλητική μεταρσιωτικέ μεταρσιωτική μεταρσιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταρσιωτικοί οι μεταρσιωτικές τα μεταρσιωτικά
      γενική των μεταρσιωτικών των μεταρσιωτικών των μεταρσιωτικών
    αιτιατική τους μεταρσιωτικούς τις μεταρσιωτικές τα μεταρσιωτικά
     κλητική μεταρσιωτικοί μεταρσιωτικές μεταρσιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταρσιωτικός < μεταρσίωση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

μεταρσιωτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • μεταρσιωτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • μεταρσιωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία