μεταξού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.taˈksu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξού
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταξού θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του μεταξάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
δείτε και το λήμμα μεταξάς για μεταφράσεις που δεν έχουν γένος
μεταξού
|