πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταμυθοπλαστικός η μεταμυθοπλαστική το μεταμυθοπλαστικό
      γενική του μεταμυθοπλαστικού της μεταμυθοπλαστικής του μεταμυθοπλαστικού
    αιτιατική τον μεταμυθοπλαστικό τη μεταμυθοπλαστική το μεταμυθοπλαστικό
     κλητική μεταμυθοπλαστικέ μεταμυθοπλαστική μεταμυθοπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταμυθοπλαστικοί οι μεταμυθοπλαστικές τα μεταμυθοπλαστικά
      γενική των μεταμυθοπλαστικών των μεταμυθοπλαστικών των μεταμυθοπλαστικών
    αιτιατική τους μεταμυθοπλαστικούς τις μεταμυθοπλαστικές τα μεταμυθοπλαστικά
     κλητική μεταμυθοπλαστικοί μεταμυθοπλαστικές μεταμυθοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.mi.θo.pla.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταμυθοπλαστικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταμυθοπλαστικός θηλυκό

  • (λογοτεχνία) που έχει σχέση με τη μεταμυθοπλασία ή αναφέρεται σʼ αυτή
      Οι κριτικοί λογοτεχνίας χαρακτηρίζουν τα αμιγώς αστυνομικά βιβλία του ως μεταμυθοπλαστικά μυστήρια (metafictional mysteries), εμένα πάλι μού θυμίζουν τις ξύλινες μπαμπούσκες που κρύβουν ιστορίες μέσα σε ιστορίες, οι οποίες παραπέμπουν σε άλλες ιστορίες και σε ήρωες άλλων συγγραφέων. (Χίλντα Παπαδημητρίου, «Δυο βρετανικά αστυνομικά που θα σας καθηλώσουν», https://bookpress.gr, 28 Ιουνίου 2021)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία