μεταλλαξιγένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταλλαξιγένεση | οι | μεταλλαξιγενέσεις |
γενική | της | μεταλλαξιγένεσης* | των | μεταλλαξιγενέσεων |
αιτιατική | τη | μεταλλαξιγένεση | τις | μεταλλαξιγενέσεις |
κλητική | μεταλλαξιγένεση | μεταλλαξιγενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλαξιγενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλλαξιγένεση (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mutagenesis
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλαξιγένεση θηλυκό
- (νεολογισμός, βιολογία) δημιουργία μεταλλάξεων σε έναν οργανισμό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλαξιγένεση
Πηγές
επεξεργασία- μεταλλαξιογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μεταλλαξιγένεση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr