↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλαξιγένεση οι μεταλλαξιγενέσεις
      γενική της μεταλλαξιγένεσης* των μεταλλαξιγενέσεων
    αιτιατική τη μεταλλαξιγένεση τις μεταλλαξιγενέσεις
     κλητική μεταλλαξιγένεση μεταλλαξιγενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλαξιγενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλαξιγένεση (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mutagenesis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλλαξιγένεση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία