Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταδιδάκτορας οι μεταδιδάκτορες
      γενική του μεταδιδάκτορα των μεταδιδακτόρων
    αιτιατική τον μεταδιδάκτορα τους μεταδιδάκτορες
     κλητική μεταδιδάκτορα μεταδιδάκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδιδάκτορας < μετα- + διδάκτορας, → δείτε τη λέξη μεταδιδακτορικός (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική postdoctoral researcher)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταδιδάκτορας αρσενικό (θηλυκό: μεταδιδακτόρισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία