μεταβολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταβολικός < ελληνιστική κοινή μεταβολικός < αρχαία ελληνική μεταβάλλω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metabolic)
Επίθετο επεξεργασία
μεταβολικός
- που έχει σχέση με τον μεταβολισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεταβολισμός, μεταβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταβολικός
|