μεσοπύργιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοπύργιο < ελληνιστική κοινή μεσοπύργιον < αρχαία ελληνική μέσος + πύργος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσοπύργιο ουδέτερο
- το μεταπύργιο
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεταπύργιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοπύργιο
|