Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσευρωπαϊκός η μεσευρωπαϊκή το μεσευρωπαϊκό
      γενική του μεσευρωπαϊκού της μεσευρωπαϊκής του μεσευρωπαϊκού
    αιτιατική τον μεσευρωπαϊκό τη μεσευρωπαϊκή το μεσευρωπαϊκό
     κλητική μεσευρωπαϊκέ μεσευρωπαϊκή μεσευρωπαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσευρωπαϊκοί οι μεσευρωπαϊκές τα μεσευρωπαϊκά
      γενική των μεσευρωπαϊκών των μεσευρωπαϊκών των μεσευρωπαϊκών
    αιτιατική τους μεσευρωπαϊκούς τις μεσευρωπαϊκές τα μεσευρωπαϊκά
     κλητική μεσευρωπαϊκοί μεσευρωπαϊκές μεσευρωπαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσευρωπαϊκός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μεσευρωπαϊκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία