μενδελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μενδελισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mendélisme < γερμανική Gregor Mendel < Meindl < Mein < πρωτογερμανική *maganą (μπορώ, είμαι δυνατός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμενδελισμός αρσενικό
- (βιολογία) θεωρία που εξηγεί τον τρόπο μεταφοράς των κληρονομικών χαρακτηριστικών βάσει των νόμων τού Μέντελ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μενδελισμός