↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μενδελισμός οι μενδελισμοί
      γενική του μενδελισμού των μενδελισμών
    αιτιατική τον μενδελισμό τους μενδελισμούς
     κλητική μενδελισμέ μενδελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μενδελισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mendélisme < γερμανική Gregor Mendel < Meindl < Mein < πρωτογερμανική *maganą (μπορώ, είμαι δυνατός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μενδελισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία