μελτέμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελτέμι | τα | μελτέμια |
γενική | του | μελτεμιού | των | μελτεμιών |
αιτιατική | το | μελτέμι | τα | μελτέμια |
κλητική | μελτέμι | μελτέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελτέμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ملتم (meltem) (τουρκική meltem) + -ι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /melˈte.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μελ‐τέ‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελτέμι ουδέτερο
- (άνεμος) ο ισχυρός βόρειος άνεμος που φυσάει στην ανατολική Μεσόγειο κυρίως την περίοδο του καλοκαιριού
- τα μελτέμια του Αυγούστου
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μελτέμι στη Βικιπαίδεια