μελοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μελοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μελοποιώ
- θα μελοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μελοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μελοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μελοποίηση