μελιτζανί
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μελιτζανί < μελιτζάν(α) + -ί
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /mε.lid.za.ˈni/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μελιτζανί ουδέτερο
- το χρώμα της μελιτζάνας
μελιτζανί (χρώμα):
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μελιτζάνα