Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθομηρικός η μεθομηρική το μεθομηρικό
      γενική του μεθομηρικού της μεθομηρικής του μεθομηρικού
    αιτιατική τον μεθομηρικό τη μεθομηρική το μεθομηρικό
     κλητική μεθομηρικέ μεθομηρική μεθομηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθομηρικοί οι μεθομηρικές τα μεθομηρικά
      γενική των μεθομηρικών των μεθομηρικών των μεθομηρικών
    αιτιατική τους μεθομηρικούς τις μεθομηρικές τα μεθομηρικά
     κλητική μεθομηρικοί μεθομηρικές μεθομηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθομηρικός < μεθ- (μετα-) + ομηρικός < αρχαία ελληνική Ὁμηρικός / Ὅμηρος

  Επίθετο επεξεργασία

μεθομηρικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία