μεθομηρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθομηρικός < μεθ- (μετα-) + ομηρικός < αρχαία ελληνική Ὁμηρικός / Ὅμηρος
Επίθετο επεξεργασία
μεθομηρικός
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεθομηρικός
μεθομηρικός