μεθοδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθοδισμός < αγγλική Methodism < method < μέση γαλλική methode < αρχαία ελληνική μέθοδος (αντιδάνειο) < μετά + ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < *sed- (κάθομαι / sedeo)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.θo.ðiˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεθοδισμός αρσενικό
- (θρησκεία) χριστιανικό προτεσταντικό κίνημα, που ξεκίνησε από τον Τζον Γουέσλεϋ μέσα στους κόλπους της Αγγλικανικής εκκλησίας και εφαρμόζει με αυστηρότητα κάποιες ηθικές αρχές
Συγγενικά επεξεργασία
- μεθοδιστής
- μεθοδιστικός
- μεθοδίστρια
- → δείτε τις λέξεις μέθοδος, μετά και οδός