Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλόδοντας οι μεγαλόδοντες
      γενική του μεγαλόδοντα των μεγαλοδόντων
    αιτιατική τον μεγαλόδοντα τους μεγαλόδοντες
     κλητική μεγαλόδοντα μεγαλόδοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
απολιθωμένο δόντι μεγαλόδοντα που βρέθηκε στο Νόστιμο Καστοριάς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλόδοντας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική megalodon < αρχαία ελληνική μεγάλος + ὀδούς
Η ονομασία δόθηκε το 1843 από τον Ελβετό βιολόγο Λουί Αγκασίζ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.ðon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐λό‐δο‐ντας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλόδοντας αρσενικό

  • προϊστορικός καρχαρίας γιγαντιαίων διαστάσεων που έζησε περίπου 20 με 3,6 εκατομμύρια χρόνια πριν

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία