Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλοφροσύνη οι μεγαλοφροσύνες
      γενική της μεγαλοφροσύνης των μεγαλοφροσυνών
    αιτιατική τη μεγαλοφροσύνη τις μεγαλοφροσύνες
     κλητική μεγαλοφροσύνη μεγαλοφροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοφροσύνη < αρχαία ελληνική μεγαλοφροσύνη < μεγαλόφρων < μέγας + φρήν, μορφολογικά αναλύεται σε μεγαλόφρ(ων) + -οσύνη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.γa.lo.fɾoˈsi.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλοφροσύνη θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος μεγαλόφρων, η ιδιότητα του μεγαλόφρονος
     συνώνυμα: γενναιοφροσύνη, μεγαλοψυχία, περηφάνια
     αντώνυμα: μικροψυχία
  2. αλαζονεία
     συνώνυμα: έπαρση, υπεροψία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία