μεγαλουσιάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεγαλουσιάνα | οι | μεγαλουσιάνες |
γενική | της | μεγαλουσιάνας | — | |
αιτιατική | τη | μεγαλουσιάνα | τις | μεγαλουσιάνες |
κλητική | μεγαλουσιάνα | μεγαλουσιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλουσιάνα < μεγαλουσιάνος + -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλουσιάνα θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) θηλυκό του μεγαλουσιάνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλουσιάνα
|