μεγαλοπαρασκευιάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοπαρασκευιάτικος < Μεγάλη Παρασκευή + -ιάτικος
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλοπαρασκευιάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Μεγάλη Παρασκευή, αναφέρεαι σ’ αυτή ή συμβαίνει κατά τη διάρκειά της
Συγγενικά επεξεργασία
- μεγαλοπαρασκευιάτικα
- → δείτε τις λέξεις Μεγάλη Παρασκευή, μεγάλος και Παρασκευή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοπαρασκευιάτικος
|