μεγαλομπεμπέκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεγαλομπεμπέκα | οι | μεγαλομπεμπέκες |
γενική | της | μεγαλομπεμπέκας | — | |
αιτιατική | τη | μεγαλομπεμπέκα | τις | μεγαλομπεμπέκες |
κλητική | μεγαλομπεμπέκα | μεγαλομπεμπέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλομπεμπέκα θηλυκό
- γυναίκα μεγάλης ηλικίας που μπεμπεκίζει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλομπεμπέκα
|