μεγαλοκαταπατητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοκαταπατητής < μεγαλο- + καταπατητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλοκαταπατητής αρσενικό
- αυτός που έχει καταπατήσει πολλές φορές
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοκαταπατητής
|