μεγαλειότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μεγαλειότης | αἱ | μεγαλειότητες | ||||
γενική | τῆς | μεγαλειότητος | τῶν | μεγαλειοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μεγαλειότητῐ | ταῖς | μεγαλειότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μεγαλειότητᾰ | τὰς | μεγαλειότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μεγαλειότης | μεγαλειότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεγαλειότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεγαλειοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεγαλειότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλειότης, -ητος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή)
- η μεγαλοπρέπεια (όπως στίχου, κτιρίου, ανθρώπου)
- (ως τιμητικός τίτλος)
- ἡ σὴ μεγαλειότης (1ος κε αιώνας Ιώσηπος Φλάβιος, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία J. AJ (Antiquitates Iudaicae) 8.4.3)
- ≈ συνώνυμα: μεγαλείωμα (ουδέτερο)
- ᾧ δὲ τῶν ἄλλων ζῴων ὑπὸ σοῦ, δέσποτα, κρείττονες γεγόναμεν, τούτῳ τὴν σὴν εὐλογεῖν μεγαλειότητα
- ≈ συνώνυμα: μεγαλείωμα (ουδέτερο)
- για τον τίτλο στην καθαρεύουσα δείτε Μεγαλειότης, ἡ Ὑμετέρα Μεγαλειότης, Αὐτοῦ Μεγαλειότης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μέγας
Πηγές
επεξεργασία- μεγαλειότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεγαλειότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.