μεγαλέμπορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλέμπορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλέμπορας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλέμπορας
→ δείτε τη λέξη μεγαλέμπορος |
μεγαλέμπορας αρσενικό
→ δείτε τη λέξη μεγαλέμπορος |