• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μεγαλέμπορας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλέμπορας οι μεγαλέμπορες
      γενική του μεγαλέμπορα των μεγαλεμπόρων
    αιτιατική τον μεγαλέμπορα τους μεγαλέμπορες
     κλητική μεγαλέμπορα μεγαλέμπορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλέμπορας < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαλέμπορας αρσενικό

  • (οικείο, επάγγελμα) μεγαλέμπορος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μεγαλέμπορας

→ δείτε τη λέξη μεγαλέμπορος

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μεγαλέμπορας&oldid=5638476"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Δεκεμβρίου 2022, στις 18:18

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Δεκεμβρίου 2022, στις 18:18.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας